- ὑμενώδεις
- ὑμενώδηςfull of membranous substancesmasc/fem acc plὑμενώδηςfull of membranous substancesmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… … Dictionary of Greek
υμενόπτερος — η, ο / ὑμενόπτερος, ον, ΝΑ αυτός που έχει υμενώδεις πτέρυγες νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα υμενόπτερα ζωολ. πολυπληθέστατη τάξη εντόμων, η τρίτη κατά σειρά, με 110.000 περίπου είδη, τα οποία, συνήθως, φέρουν δύο ζεύγη μεμβρανωδών φτερών, από … Dictionary of Greek